-
1 δᾱνός
δᾱνός (Wurzel ΔΑF-, δαίω brennen), brennbar, ausgedörrt, dürr, trocken. Homer einmal, Odyss. 15, 322 πῠρ τ' εὖ νηῆσαι, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι, var. lect. ξύλα πολλά. Vgl. Ar. Pac. 1134 ἐκκέας τῶν ξύλων ἅττ' ἂν ᾖ δανότατα τοῦ ϑέρους ἐκπεπρισμένα.
-
2 ἐκκαίω
Aἐξέκαυσα Hdt.4.134
, but part.ἐκκέαντες E.Rh.97
:—burn out,τοὺς ὀφθαλμούς τινος Hdt.7.18
;τὸ φῶς Κύκλωπος E.Cyc. 633
, cf. 657 (anap.):—[voice] Pass., to have one's eyes burnt out,Pl.
Grg. 473c.II light up, kindle,τὰ πυρά Hdt.4.134
, cf. E.Rh.l.c. ; (lyr.): metaph., ἐ. πόλεμον, ἐλπίδα, Plb.3.3.3, 5.108.5 ;τοὺς θυμούς D.H.7.35
;τὴν πρὸς αὐτὸν ὀργήν Plu.Fab.7
; provoke to anger,ἔκ με κάεις Herod.4.49
; inflame with curiosity, excite,τινά Luc.Alex.30
;ἴσῃ φιλοτιμίᾳ πρός τε τὸν δῆμον ἑαυτοὺς καὶ τὸν δῆμον πρὸς ἑαυτοὺς ἐκκαύσαντες Plu. Agis 2
:—[voice] Pass., to be kindled, burn up,τὸ πῦρ ἐκκάεται Eup.340
;ἐ. τὸ κακόν Pl.R. 556a
;ὀργὴν ἐκκαῆναι LXX 2 Ki.24.1
;ὁ δῆμος ἐξεκάετο Plu.TG13
, cf. Luc.Cal.3, etc.;ἐ. εἰς ἔρωτα Alciphr.3.67
, cf. Charito I.I;ὑπὸ μέθης Parth.24.2
.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий